- νεφρίδιο
- τοβιολ. ανατομική και λειτουργική μονάδα τού απεκκριτικού συστήματος πολλών πρωτόγονων ασπονδύλων και τού κεφαλοχορδωτού αμφίοξος ή αμφιοξύς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephridium (< νεφρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτέρη — Φυτά της κλάσης των πτεριδικών, του αθροίσματος των πτεριδόφυτων. Είναι πολύ εξελιγμένα κρυπτόγαμα κορμόφυτα που έχουν ρίζες, βλαστό και φύλλα. Επιπλέον είναι εφοδιασμένα με σύστημα αγωγών αγγείων, γι’ αυτό και κατατάσσονται στα κρυπτόγαμα που… … Dictionary of Greek
νεφριδικός — ή, ό [νεφρίδιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νεφρίδιο … Dictionary of Greek
νεφροστόμιο — και νεφρόστομα το βιολ. πόρος ή αγωγός μέσω τού οποίου διέρχεται το κοιλωματικό υγρό από το κοίλωμα στο νεφρίδιο ή στον νεφρώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrostoma (< νεφρ[ο] * + στόμα)] … Dictionary of Greek
νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… … Dictionary of Greek
πρωτονεφρίδιο — το, Ν βιολ. εκκριτικό όργανο τών τριπλοβλαστικών ακοιλωματικών ζώων που καταλήγει σε τυφλά σωληνοκύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protonephridium (< πρωτ[ο] * + νεφρίδιο*] … Dictionary of Greek